δημοσιογραφώ

δημοσιογραφώ
δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δημοσιογραφώ — δημοσιογραφώ, δημοσιογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δημοσιογραφώ — ( έω) 1. είμαι δημοσιογράφος 2. δημοσιεύω συνεργασία σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικ. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”